- ὀθόνινον
- ὀθόνινοςof fine linenmasc acc sgὀθόνινοςof fine linenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οθόνινος — η, ο (Α ὀθόνινος, ίνη, ον) [οθόνη] κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός αρχ. φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον» (στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα … Dictionary of Greek